συγγενίς
English (LSJ)
-ίδος, pecul. fem. of συγγενής, Ev.Luc.1.36, Plu.2.265d, CIG2995 (Ephesus), IG14.829 (Puteoli), 3.479, PAmh.2.78.9 (ii A.D.); acc. to Poll.3.30, ἐσχάτως βάρβαρον.
German (Pape)
[Seite 961] ίδος, ἡ, bes. tem. zu συγγενής, Ev. Luc. 1, 26; s. Lob. Phryn. 452.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγενίς -ίδος, ἡ [συγγενής] verwante.
Russian (Dvoretsky)
συγγενίς: ίδος ἡ родственница Plut.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συγγενής.
Greek (Liddell-Scott)
συγγενίς: -ίδος, θηλ. τοῦ συγγενής, Πλούτ. 2. 265C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2995, 5852 - κατὰ τὸν Πολυδ. Γ΄, 36, ἐσχάτως βάρβαρον· - συγγένισσα, Ἐπιφάν. 728Β.
Chinese
原文音譯:suggen»j 尋格給尼士
詞類次數:形容詞(12)
原文字根:共同-成為
字義溯源:親族,親屬,親戚,同族;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(γένος)=親戚,族裔)組成,而 (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)
出現次數:總共(12);可(1);路(5);約(1);徒(1);羅(4)
譯字彙編:
1) 親屬(7) 可6:4; 路14:12; 約18:26; 徒10:24; 羅16:7; 羅16:11; 羅16:21;
2) 親戚(4) 路1:36; 路1:58; 路2:44; 路21:16;
3) 同族(1) 羅9:3