συγγραμματοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of books, Sch.Luc.Apol.2, Suid. s.v. ῥῆτραι.

German (Pape)

[Seite 962] ακος, ὁ, Schriftbewahrer, bei Suid. Erkl. von ῥητροφύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγραμμᾰτοφύλαξ: ὁ φύλαξ συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. ῥητροφύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
βιβλιοθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, -άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματοφύλαξ)].