συγκαλλιέργεια

Greek Monolingual

η, Ν
(γεωπ·) η ταυτόχρονη σπορά, στο ίδιο χωράφι, σπόρων δύο ή περισσότερων φυτών, αλλ. ανάμικτη καλλιέργεια.