συγκαταδιώκω
English (LSJ)
pursue with or together, Th.8.28 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 964] zusammen verfolgen, τὰς ναῦς ξυγκαταδιωχθείσας, Thuc. 8, 28.
French (Bailly abrégé)
poursuivre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, κατά, διώκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταδιώκω: вместе преследовать (αἱ ναῦς ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).
Greek Monolingual
Α
καταδιώκω με κάποιον.
Greek Monotonic
συγκαταδιώκω: μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδιώκω: καταδιώκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.