συγκαταναγκάζω
English (LSJ)
v.l. for συναναγκάζω, Hp.Art.71.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταναγκάζω: καταναγκάζω ὁμοῦ, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως σ. 500, ἔκδ. Mi.
v.l. for συναναγκάζω, Hp.Art.71.
συγκαταναγκάζω: καταναγκάζω ὁμοῦ, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως σ. 500, ἔκδ. Mi.