συναναγκάζω
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
A press together, compress, Hp.Art.37; τὰς προθέσεις Longin.10.6.
II join or assist in compelling, ἡ Χρεία σ. Arist.Pol.1256b7; σ. τινὰ ποιεῖν τι D.58.7, Prooemia 10, cf. PCair.Zen.149 (iii B.C.), PPetr.3p.69 (iii B.C.):—Pass., to be compelled at the same time, c.inf., X.Hier.3.9, D.26.10, Arist.Ath.40.1.
III achieve by force also, Isoc.4.89:—Pass., ὅρκοι συνηναγκασμένοι extorted (κατην- Stob., prob. rightly), E.IA395 (troch.).
German (Pape)
[Seite 999] mit oder zugleich nöthigen, erzwingen, Isocr. 4, 89; Xen. Cyr. 7, 7, 60; Pol. 2, 31, 9.
French (Bailly abrégé)
contraindre ensemble ou également, contribuer à contraindre ; Pass. être contraint en même temps : σ. τι accomplir qch par la force.
Étymologie: σύν, ἀναγκάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾰναγκάζω samendrukken. Hp. Art. 37. mede afdwingen:; ἡ χρεία σ. ook de noodzaak dwingt Aristot. Pol. 1256b7; eveneens met dwang tot stand brengen; Isocr. 4.89; met acc. en inf. dwingen om: τὰ κράτιστα τῆς Ἑλλάδος διακινδυνεύειν σ. de sterkste delen van Griekenland dwingen om gevaren te trotseren [Luc.] 58.38.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰναγκάζω: вместе принуждать, одновременно заставлять (τινὰ ποιεῖν τι Dem.): προαιρούμενοι ἢ συναναγκαζόμενοι Dem. добровольно или по принуждению; νόμῳ συνηγκασμένος Xen. вынуждаемый законом.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
αναγκάζω από κοινού με άλλον ή άλλους κάποιον να κάνει κάτι
αρχ.
1. χρησιμοποιώ επίσης πίεση
2. εκτελώ επίσης με τη βία
3. (το παθ.) συναναγκάζομαι
επιβάλλομαι με τη βία («κακῶς παγέντας ὅρκους καὶ συνηναγκασμένους», Ευρ.).
Greek Monotonic
συνᾰναγκάζω: μέλ. -σω,
I. συμβάλλω ή βοηθώ σε εξαναγκασμό, σε Ισοκρ., Δημ. — Παθ., εξαναγκάζομαι συγχρόνως, σε Δημ.
II. εκτελώ, φέρω εις πέρας επίσης δια της βίας, σε Ισοκρ. — Παθ., ὅρκοι συνηναγκασμένοι, όρκοι που αποσπάστηκαν με βία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰναγκάζω: ἀναγκάζω ὁμοῦ, συμπιέζω, συνθλίβω, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 802· τὰς προθέσεις Λογγῖν. 40. 6. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ ἀναγκάζω, ἡ χρεία σ. Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 9· σ. τινὰ ποιεῖν τι Δημ. 1324. 3., 1425. 19· ὥστε, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἰσοκρ. 58D. ― Παθητ., ἀναγκάζομαι συγχρόνως, μετ’ ἀπαρεμφ., Ξεν. Ἱέρ. 3, 9, Δημ. 803. 24. ΙΙΙ. ἐκτελῶ ἐπίσης διὰ τῆς βίας, Ἰσοκρ. 58Ε. ― Παθητ., ὅρκοι συνηναγκασμένοι, διὰ τῆς βίας ἐπιβληθέντες (ἀλλὰ παρὰ Στοβ. κατην-), Εὐρ. Ι. Α. 395.
Middle Liddell
fut. σω
I. to join or assist in compelling, Isocr., Dem.:—Pass. to be compelled at the same time, Dem.
II. to execute by force also, Isocr.:— Pass., ὅρκοι συνηναγκασμένοι extorted oaths, Eur.