συγκαταπαύω

English (LSJ)

bring at the same time to an end, τὸ βιβλίον Id.1393.57:—Pass., Olymp.in Mete.34.6.

German (Pape)

[Seite 965] zugleich zur Ruhe, zum Aufhören, zu Ende bringen. – Pass. zugleich aufhören, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταπαύω: καταπαύω, φέρω εἰς πέρας συγχρόνως, Εὐστ. 1393. 5.

Greek Monolingual

Μ
σταματώ και εγώ συγχρόνως («τὴν μνηστήροφονίαν ἀνύσας ὁ ποιητής συγκαταπαύει καὶ τὸ βιβλίον», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταπαύω «παύω κάτι εντελώς, σταματώ»].