συγκοίμηση

Greek Monolingual

η / συγκοίμησις, -ήσεως, ΝΑ συγκοιμῶμαι
το να κοιμάται κανείς στο ίδιο κρεβάτι ή στο ίδιο δωμάτιο με άλλον.