συγκυλίομαι
English (LSJ)
Pass., = συγκυλινδέομαι (roll about, wallow together), DS. 5.32 ; Διογένει with him, Aristipp. ap. Ath. 13.588e, cf. Ptol.Euerg. 3J. of an eagle, swoop, ἐπὶ γῆν DS. 16.27.
Greek (Liddell-Scott)
συγκῠλίομαι: [ῑ], Παθ., = τῷ προηγ., Διόδ. 5. 32· Διογένει, μετὰ τοῦ Διογ., παρ’ Ἀθην. 588Ε. 2) ἐπὶ ἀετοῦ, ἐπιπέτομαι ἐν κύκλῳ, ἐπὶ γῆν Διόδ. 16. 27.
Russian (Dvoretsky)
συγκῠλίομαι: (λῑ)
1 валяться, кататься (ἐπὶ δοραῖς θηρίων Diod.);
2 устремляться, описывая круги (ἀετὸς συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν Diod.).