συγκυλινδέομαι
From LSJ
οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us
English (LSJ)
Pass., roll about or wallow together, ἀκρασίᾳ X. Smp.8.32 codd.; so συγκῠλίνδομαι S.E.M.1.291.
German (Pape)
[Seite 970] pass., sich mit einer Person od. Sache herumwälzen; übertr., ἀκρασίᾳ u. dgl., sich in einem Laster herumwälzen, Xen. Conv. 8, 32.
French (Bailly abrégé)
συγκυλινδοῦμαι;
rouler dans ; Pass. se vautrer dans, τινι.
Étymologie: σύν, κυλινδέω.
Russian (Dvoretsky)
συγκῠλινδέομαι: досл. кататься, валяться, перен. коснеть, погрязать (ἀκρασίᾳ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκυλινδέομαι: Παθ., κυλίομαι ὁμοῦ ἢ κυλινδοῦμαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀκρασίᾳ Ξεν. Συμπ. 8. 32· οὕτω συγκυλίνδομαι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 291.
Greek Monotonic
συγκῠλινδέομαι: Παθ., κυλιέμαι ή σέρνομαι μαζί με, σε Ξεν.