валяться
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
Russian > Greek
καλινδέομαι, συγκυλίομαι, ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι, ἐγκυλίω, συγκυλινδέομαι, κατάκειμαι, κυλίνδω
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
καλινδέομαι, συγκυλίομαι, ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι, ἐγκυλίω, συγκυλινδέομαι, κατάκειμαι, κυλίνδω