συγκυριότητα
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα του συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον
2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό της αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκύριος. Η λ., στον λόγιο τ. συγκυριότης, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].