συγχρίω
English (LSJ)
[ῑ], anoint at the same time, τὼ χεῖρε Aret.CA1.2; τὴν κεφαλὴν μύρῳ Ath.2.46a (Med.):—Pass., to be rubbed in, Dsc.1.19.
German (Pape)
[Seite 971] (s. χρίω) einschmieren, besalben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγχρίω: [ῑ], ἐπιχρίω ὁμοῦ ἢ πανταχοῦ, τὼ χεῖρε Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 2· τὴν κεφαλὴν μύρῳ Ἀθήν. 46Α. ― Παθητ., ἐπιχρίομαι, ἐντρίβομαι, Διοσκ. 1. 18.
Spanish
Greek Monolingual
ΜΑ
(ενεργ
και μέσ.) αλείφω συγχρόνως ή αλείφω σε ολόκληρη την επιφάνεια
αρχ.
παθ. συγχρίομαι
τρίβομαι, αλείφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χρίω «τρίβω, αλείφω»].
Léxico de magia
ungir σύνχριε δέ σε ὅλον τῷ συνθέματι τούτῳ· δαφνίδας, κύμινον Αἰθιοπικόν, στρύχνον καὶ Ἑρμοῦ δάκτυλον úngete todo con la siguiente mixtura: semillas de laurel, comino etíope, adormidera y dedo de Hermes P II 75 λέγε τὸν λόγον, ὅταν τρίβῃς καὶ ὅταν συνχρίῃ τὸ αἰδοῖον σου pronuncia la fórmula al triturar y al ungir tu sexo P XXXVI 285