συλεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, privateer, GDI2516 (Delph., iii B.C.).

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. καταδρομικό πειρατικό πλοίο
2. ως κύριο όν. Συλεύς
μυθ. μυθικός βασιλιάς τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, επειδή εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη χώρα του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύλη ή συλῶ + κατάλ. -εύς (πρβλ. στροφεύς)].