συλλήγω
English (LSJ)
A come to an end together, σ. ὁλκάδι καιομένῃ AP7.585 (Jul.), cf. Chor.23.9 F.-R.
II have the same termination, A.D. Synt.168.13.
German (Pape)
[Seite 975] zugleich beruhigen oder aufhören lassen; auch intrans., zugleich aufhören, συλλήξας ὁλκάδι Iul. Aeg. 46 (VII, 585).
French (Bailly abrégé)
1 finir, càd périr avec, τινι;
2 t. de gramm. se terminer de la même façon, avoir la même désinence.
Étymologie: σύν, λήγω.
Russian (Dvoretsky)
συλλήγω: вместе кончаться, вместе погибать: συλλήξας ὁλκάδι Anth. погибший вместе с кораблем.
Greek (Liddell-Scott)
συλλήγω: λήγω, τελευτῶ ὁμοῦ, συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. λήγω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.
Greek Monolingual
Α
1. τελειώνω ταυτόχρονα, πεθαίνω ενώ συμβαίνει κάτι
2. γραμμ. έχω την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λήγω «τελειώνω»].
Greek Monotonic
συλλήγω: μέλ. -ξω, λήγω, φθάνω στο τέλος από κοινού με κάποιον, τελειώνω μαζί, με δοτ., σε Ανθ.