συλλαγχάνω
English (LSJ)
to be joined by lot with, τινι Pl.Plt. 266c, 266e, Ti.18e; ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς who was chosen by lot to be interrex at that time, Plu.Num.7.
German (Pape)
[Seite 975] (s. λαγχάνω), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.
French (Bailly abrégé)
f. συλλήξομαι, ao.2 συνέλαχον, etc.
se trouver en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, λαγχάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλ-λαγχάνω door het lot verbonden worden (met), met dat. met pred. nom. door het lot gekozen worden als:. ὁ μὲν ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεὺς Σπόριος Οὐέττιος de man die voor die paar uur door het lot tot tussenkoning was aangewezen, Spurius Vettius Plut. Num. 7.2.
Russian (Dvoretsky)
συλλαγχάνω: (χᾰ) (fut. συλλήξομαι, aor. 2 συνείλαχον) совместно получать по жребию, т. е. получать одинаковый жребий, разделять участь (τοῖς ὁμοίοις Plat.): ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς Plut. как раз в это время избранный интеррексом.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α λαγχάνω
απονέμομαι με κλήρο μαζί με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται», Πλάτ.).
Greek Monotonic
συλλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συλλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ μεσοβασιλεύς, Πλουτ. Νουμ. 7.
Middle Liddell
fut. -λήξομαι perf. -είληχα
to be chosen by lot with others, Plut.