μεσοβασιλεύς

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοβᾰσῐλεύς Medium diacritics: μεσοβασιλεύς Low diacritics: μεσοβασιλεύς Capitals: ΜΕΣΟΒΑΣΙΛΕΥΣ
Transliteration A: mesobasileús Transliteration B: mesobasileus Transliteration C: mesovasileys Beta Code: mesobasileu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, = interim king, Lat. interrex, ib.58, Plu.Num.7, D.C.39.27.

German (Pape)

[Seite 138] ὁ, der Zwischenkönig, das lat, interrex, Plut. Num. 7, D. Hal.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
roi par intérim, interroi.
Étymologie: μέσος, βασιλεύς.

Russian (Dvoretsky)

μεσοβασιλεύς: έως ὁ (лат. interrex) интеррекс, временно осуществляющий царскую власть Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοβᾰσιλεύς: έως, ὁ παρὰ Ρωμαίοις interrex, ὁ ἐξασκῶν βασιλικὴν ἐξουσίαν κατὰ τὸν χρόνον μεσοβασιλείας, Διον. Ἁλ. 2, 58, Πλουτ. Νουμ. 7.

Greek Monolingual

μεσοβασιλεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που ασκεί τη βασιλική εξουσία κατά το διάστημα της μεσοβασιλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βασιλεύς.

Greek Monotonic

μεσοβᾰσῐλεύς: -έως, ὁ, ο Ρωμαίος interrex, αυτός που διατηρεί τη βασιλική εξουσία στο χρονικό διάστημα μεταξύ του θανάτου ενός βασιλιά και της διαδοχής του από έναν άλλο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μεσο-βᾰσῐλεύς, έως,
the Roman interrex, one who holds kingly power between the death of one king and the accession of another, Plut.