μεσοβασιλεύς
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
-έως, ὁ, = interim king, Lat. interrex, ib.58, Plu.Num.7, D.C.39.27.
German (Pape)
[Seite 138] ὁ, der Zwischenkönig, das lat, interrex, Plut. Num. 7, D. Hal.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
roi par intérim, interroi.
Étymologie: μέσος, βασιλεύς.
Russian (Dvoretsky)
μεσοβασιλεύς: έως ὁ (лат. interrex) интеррекс, временно осуществляющий царскую власть Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοβᾰσιλεύς: έως, ὁ παρὰ Ρωμαίοις interrex, ὁ ἐξασκῶν βασιλικὴν ἐξουσίαν κατὰ τὸν χρόνον μεσοβασιλείας, Διον. Ἁλ. 2, 58, Πλουτ. Νουμ. 7.
Greek Monolingual
μεσοβασιλεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που ασκεί τη βασιλική εξουσία κατά το διάστημα της μεσοβασιλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βασιλεύς.
Greek Monotonic
μεσοβᾰσῐλεύς: -έως, ὁ, ο Ρωμαίος interrex, αυτός που διατηρεί τη βασιλική εξουσία στο χρονικό διάστημα μεταξύ του θανάτου ενός βασιλιά και της διαδοχής του από έναν άλλο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μεσο-βᾰσῐλεύς, έως,
the Roman interrex, one who holds kingly power between the death of one king and the accession of another, Plut.