συμμεταλαμβάνω
English (LSJ)
partake in a thing with another, τινί τινος J.AJ5.9.1: c. gen., κινήσεων M.Ant.9.41; πάθους A.D.Adv.162.7.
German (Pape)
[Seite 981] (s. λαμβάνω), mit Teil od. Anteil nehmen, Sp., wie M. Aut. 9, 39.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταλαμβάνω: λαμβάνω μέρος εἴς τι πρᾶγμα μετά τινος ἄλλου, συμμετέχω τινὸς μετά τινος, τινί τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 1· ὡσαύτως, συμ. τινός, ἔκ τινος πράγματος, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 41.
Greek Monolingual
ΜΑ
συμμετέχω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταλαμβάνω «συμμετέχω»].