συμπαθία
English (LSJ)
Ion. συμπαθίη, ἡ, = συμπάθεια, Phld.Mort.8, Aret.SA1.8 (v.l.), APl.4.143 (Antip. Thess.), IGRom.4.503.19 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, poet. statt συμπάθεια, Antp. Thess. 31 (Plan. 143).
Greek (Liddell-Scott)
συμπᾰθία: Ἰων. -ίη, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ συμπάθεια, Ἀνθ. Πλανούδ. 143, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 19.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συμπαθίη, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπάθεια.
Greek Monotonic
συμπᾰθία: Ιων. -ίη, ἡ, ποιητ. αντί συμπάθεια, σε Ανθ.
Middle Liddell
συμπᾰθία, ἡ, [poetic for συμπάθεια, Anth.]