συμπαρέχω
English (LSJ)
assist in causing, φόβον τοῖς πολεμίοις X.An.7.4.19; assist in procuring, ἀσφάλειάν τινι ib.7.6.30:—Med., εὔκλειαν Id.Smp.8.43.
German (Pape)
[Seite 985] (s. ἔχω), zugleich darreichen; φόβον, Furcht einflößen, Xen. An. 7, 4, 19; ἀσφάλειαν, 7, 6, 30; med., Conv. 8, 43.
French (Bailly abrégé)
procurer ou faire naître en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρέχω: тж. med.
1 вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);
2 одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).
Greek Monolingual
Α παρέχω
1. προξενώ επίσης («ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.
Greek Monotonic
συμπαρέχω: μέλ. -παρέξω, βοηθώ στο να προκληθεί κάτι, προξενώ από κοινού, φόβοντινί, σε Ξεν.· παρέχω από κοινού, ἀσφάλειάν τινι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρέχω: παρέχω, προξενῶ, ἐμποιῶ ὁμοῦ, ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ παρέχω, ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν αὐτόθι 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.
Middle Liddell
fut. -παρέξω
to assist in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.