συμπαραγγέλλω
English (LSJ)
help in canvassing for an office (v. παραγγέλλω IV.2), D.H.10.58, Plu.Crass.7.
German (Pape)
[Seite 984] τινί, Einem (bei der Bewerbung um ein Amt) behülflich sein, Plut. Crass. 7.
French (Bailly abrégé)
soutenir la candidature de qqn.
Étymologie: σύν, παραγγέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παραγγέλλω helpen stemmen te werven.
Russian (Dvoretsky)
συμπαραγγέλλω: поддерживать кандидатуру, оказывать поддержку (соискателям государственных должностей) (τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραγγέλλω: συμβοηθῶ τινα εἰς ἐπιδίωξιν ἀξιώματος (ἴδε παραγγέλλω 3), τινι Διον. Ἁλ. 10. 58, Πλουτ. Κράσσ. 7.
Greek Monolingual
Α
βοηθώ κάποιον στην επιδίωξη ενός αξιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραγγέλλω «είμαι υποψήφιος για αξίωμα»].
Greek Monotonic
συμπαραγγέλλω: μέλ. -ελῶ, βοηθώ κάποιον στην επιδίωξή του να καταλάβει δημόσιο αξίωμα, με δοτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ελῶ
to help in canvassing for an office, c. dat., Plut.