συμπαραμιγνύω

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
mélanger.
Étymologie: σύν, παραμιγνύω.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραμιγνύω: смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμιγνύω: μιγνύω ὁμοῦ προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 719.

Greek Monotonic

συμπαραμιγνύω: αναμειγνύω επιπλέον, ανακατώνω και κάτι ακόμη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to mix in together, Ar.