συμπαρανήχομαι
German (Pape)
[Seite 984] dep. med., mit od. zugleich nebenher schwimmen, Luc. Tox. 20.
French (Bailly abrégé)
nager ensemble près du rivage.
Étymologie: σύν, παρανήχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρανήχομαι ernaast meezwemmen.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρανήχομαι: плавать рядом Luc.
Greek Monolingual
Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].
Greek Monotonic
συμπαρανήχομαι: αποθ., κολυμπώ μαζί με κάποιον, παραπλέω κοντά του, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρανήχομαι: νήχομαι πλησίον ὁμοῦ, Λουκ. Τόξ. 20.