συμπεριέλκω
English (LSJ)
drag about together, in Pass., c. dat., PSI5.495.16 (iii B.C.), Placit.2.20.13.
French (Bailly abrégé)
tirer ou traîner ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιέλκω.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριέλκω: увлекать вокруг, уносить с собой: συμπεριελκόμενος τῇ κινήσει Plut. увлекаемый вращательным движением.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].