συμπλωτήρ: ὁ, = σύμπλοος, τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.
-ῆρος, ὁ, Μαυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλώω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρωτήρ)].