συμποσιάρχης

English (LSJ)

ου, ο, = συμποσίαρχος.

German (Pape)

[Seite 989] ὁ, = συμποσίαρχος, Plut. Symp. 1, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. συμποσίαρχος.
Étymologie: συμπόσιον, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

συμποσιάρχης: ου ὁ Plut. = συμποσίαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

συμποσιάρχης: ἴδε συμποσίαρχος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο συμποσίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + -άρχης].