συμπρήσσω

English (LSJ)

Ionic for συμπράσσω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συμπράσσω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπράττω.

German (Pape)

ion. = συμπράσσω, Her.