συνήλυσις

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. συνηλυσία.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, A
σύναξη, συνηλυσίη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἤλυσις «οδός, πορεία»].

Russian (Dvoretsky)

συνήλῠσις: εως ἡ встреча, собрание Anth.

German (Pape)

ἡ, Zusammenkunft, Synes.