σύναξη
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
Greek Monolingual
η / σύναξις, -άξεως, ΝΜΑ συνάγω
1. συναγωγή, συγκέντρωση, συνάθροιση
2. εκκλ. λειτουργική συνάθροιση τών πιοτών για τον εορτασμό εορτής ή μνήμης ενός αγίου (α. «σύναξη του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού» β. «σύναξη της Θεοτόκου»)
3. φρ. «Ιερὰ σύναξη» — καθεμιά από τις συνεδρίες της ιερής κοινότητας του Αγίου Όρους
νεοελλ.
στρ. συγκέντρωση στρατιωτών σε έναν τόπο, καθώς και το ειδικό σάλπισμα γι' αυτήν
αρχ.
συλλογή, μάζεμα («σύναξις καρποφορηθέντων», Πρόκλ.).