συνηλυσία
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
concours, rassemblement, assemblée.
Étymologie: συνελεύσομαι, f. de συνέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνηλῠσία: ион. συνηλῠσίη ἡ Anth. = συνήλυσις.