συνίερος
English (LSJ)
συνίερον, having joint sacrifices, Plu.2.753f.
German (Pape)
[Seite 1025] gemeinschaftliche Opfer, gemeinschaftlichen Gottesdienst, gemeinschaftliche Tempel habend, übh. zusammen mit Einem verehrt, τινός, καὶ σύνναος Plut. amat. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré d'un culte commun.
Étymologie: σύν, ἱερός.
Russian (Dvoretsky)
συνίερος: совместно чтимый: σ. τοῦ Ἔρωτος Plut. (Афродита), имеющая общий культ с Эротом.
Greek (Liddell-Scott)
συνίερος: -ον, ὁ ἔχων κοινὰ ἱερά, ἢ κοινὰς θυσίας, Πλούτ.· ἴδε ἐν λέξ. σύνναος.
Greek Monolingual
-ον, Α ἱερός
αυτός στον οποίο αποδίδεται κοινή με άλλον λατρεία («ἡ σύνναος καὶ συνίερος τοῦ Ἔρωτος», Πλούτ.).