συνίμεν

French (Bailly abrégé)

inf. épq. de σύνειμι².

Greek Monotonic

συνίμεν: Επικ. αντί συνιέναι, απαρ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo).

Russian (Dvoretsky)

συνίμεν: эп. inf. к σύνειμι II.