συναείδω
English (LSJ)
poet. for συνᾴδω, Arat.752, Theoc.10.24, Hymn. in IG42(1).131.3 (Epid.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
poét. c. συνᾴδω.
Russian (Dvoretsky)
συναείδω: Theocr. = συνᾴδω.
Greek (Liddell-Scott)
συναείδω: ποιητ. ἀντὶ συνᾴδω, Μῶσαι Πιερίδες, συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδα Θεόκρ. 10. 24, Ἄρατ. 752.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συνάδω.
Greek Monotonic
συναείδω: ποιητ. αντί συνᾴδω, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
poet. for συνᾴδω, Theocr.]