συναλδής

English (LSJ)

συναλδές, growing together, καρπός Nic.Al.623.

German (Pape)

[Seite 998] ές, mit- oder zusammenwachsend, Nic. Al. 622 (544).

Greek (Liddell-Scott)

συναλδής: -ές, ὁ ὁμοῦ αὐξανόμενος, καρπὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 544.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μεγαλώνει ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αλδής (< ἀλδαίνω «κάνω κάτι να μεγαλώσει, τρέφω»), πρβλ. νεαλδής].