συναλθάσσομαι

English (LSJ)

v. συνάλθομαι, Hp. Fract. 9.

Greek Monolingual

Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αλθάσσομαι genezen. Hp. Fract. 9.