συνανακουφίζω

Greek (Liddell-Scott)

συνανακουφίζω: ὁμοῦ μετά τινος ἀνακουφίζω, ἀνυψῶ, τάχα που καὶ τοῖς πτεροῖς (ὁ Ἔρως) Ἱππομένει συνανεκούφιζον Ρήτορες (Walz.) τ. 1, σ. 470.

Greek Monolingual

ΜΑ
ανυψώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.