συνανακύπτω

English (LSJ)

raise up the head along with, Them.Or.18.223c.

German (Pape)

[Seite 999] mit aufducken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακύπτω: ἀνακύπτω ὁμοῦ μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ σῶμα συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C.

Greek Monolingual

ΜΑ
σηκώνω το κεφάλι μου μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακύπτω «σηκώνω το κεφάλι»].