συναναχέω

English (LSJ)

pour upon together with, τινί τι Hld.5.16.

German (Pape)

[Seite 1000] (s. χέω), mit darauf gießen, Hel. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

συναναχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐπιχέω ὁμοῦ μετά τινος, λόγων ἥδυσμα τῷ πότῳ συναναχέων Ἡλιόδ. 5. 76.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. επιχέω, ρίχνω επάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. αναμιγνύω, συγχέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναχέω «χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα»].