συναποκομίζω

English (LSJ)

carry away together, D.S.1.20, 3.15:—Pass., J.AJ14.4.5.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich weg- od. zurückbringen, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

συναποκομίζω: уносить с собою (εἰς τὴν Αἴγυπτον δῶρα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συναποκομίζω: ἀποκομίζω ὁμοῦ, ἐπανελθόντα εἰς τὴν Αἴγυπτον συναπακομίσαι δῶρα πανταχόθεν τὰ κράτιστα Διόδ. 1. 20., 3. 15.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀποκομίζω
παίρνω μαζί μου, μεταφέρω μαζί μου.