συναποτελώ
Greek Monolingual
συναποτελῶ, -έω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυναποτελῶ Α
νεοελλ.
αποτελώ από κοινού
αρχ.
αποπερατώνω, συμπληρώνω κάτι μαζί με άλλον.
συναποτελῶ, -έω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυναποτελῶ Α
νεοελλ.
αποτελώ από κοινού
αρχ.
αποπερατώνω, συμπληρώνω κάτι μαζί με άλλον.