συναρμολογώ
Greek Monolingual
συναρμολογῶ, -έω, ΝΜΑ ἁρμολογῶ
συναρμόζω, συνενώνω επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
μσν.-αρχ.
(το μέσ.) συναρμολογοῦμαι, -έομαι
(για την Εκκλησία και το σώμα τών πιστών) συνενώνομαι
αρχ.
μτφ. (σχετικά με ομάδα προσ.) καθορίζω την εργασία καθενός ανάλογα με τις ικανότητές του.