συνδιαφεύγω

English (LSJ)

escape along with, D.C.48.44.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. φεύγω), mit od. zugleich hindurchfliehen, D. Cass. 48, 44.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαφεύγω: μέλλ. -ξομαι, διαφεύγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μεθ’ οὐ συνδιέφευγον Δίων Κ. 48, 44.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, δραπετεύω από κάπου μαζί με άλλον.