συνδιοικώ

Greek Monolingual

συνδιοικῶ, -έω, ΝΜΑ
διοικώ ή διαχειρίζομαι κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. κατορθώνω κάτι μαζί με άλλον
2. παθ. συνδιοικοῦμαι, -έομαι
έχω και εγώ επίσης μια ιδιότητα («τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δένδρων] συνδιοικούμενα στερεότητι», Σωρ.).