Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
συνδιοικώ
Greek Monolingual
συνδιοικῶ, -έω, ΝΜΑ διοικώ ή διαχειρίζομαικάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους αρχ. 1.κατορθώνωκάτιμαζί με άλλον 2.παθ.συνδιοικοῦμαι, -έομαι έχω και εγώ επίσης μια ιδιότητα («τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δένδρων] συνδιοικούμενα στερεότητι», Σωρ.).