συνείργω
English (LSJ)
v. συνέργω.
German (Pape)
[Seite 1011] ep. συνεέργω, zusammen einschließen, zusammensperren, Od. 9, 427; zusammenbinden oder -schnüren, 12, 424. 14, 72. S. das att. συνέργω.
French (Bailly abrégé)
c. συνέργω.
Russian (Dvoretsky)
συνείργω: новоатт. = συνέργω.
Greek (Liddell-Scott)
συνείργω: Ἀττικ. ἀντὶ τοῦ ἀρχαίου τύπου συνέργω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
Α
(αχρ. τ.) βλ. συνέργω.
Greek Monotonic
συνείργω: Αττ. αντί συνέργω.