συνεέργω
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
v. συνέργω.
German (Pape)
[Seite 1010] ep. statt συνείργω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. συνέεργον et ao. épq. συνεέργαθον;
épq. c. συνέργω.
English (Autenrieth)
aor. συνεέργαθον: shut in or confine together, bind together, Od. 9.427, Od. 12.424.
Greek Monolingual
Α
βλ. συνέργω.
Greek Monotonic
συνεέργω: Επικ. αντί συνέργω· συν-εέργᾰθον, Επικ. παρατ.