συνείρηκα

German (Pape)

[Seite 1011] perf. zu σύμφημι, συνερῶ, συνεῖπον.

French (Bailly abrégé)

v. συναγορεύω.

Greek Monotonic

συνείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι.

Russian (Dvoretsky)

συνείρηκα: pf. к συναγορεύω и к σύμφημι.