σύμφημι

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφημι Medium diacritics: σύμφημι Low diacritics: σύμφημι Capitals: ΣΥΜΦΗΜΙ
Transliteration A: sýmphēmi Transliteration B: symphēmi Transliteration C: symfimi Beta Code: su/mfhmi

English (LSJ)

Afut. συμφήσω Pl.Prt.357b, al.: aor. 1 συνέφησα Id.R.342e, Sph.236d, al.: aor. 2 συνέφην freq. in Pl. (v. infr.), Elean συνέφα Schwyzer 416.5:—assent, approve, or agree fully, A.Pr.40, S.Ph. 1310, etc.; ξύμφημι κἀγώ Id.El.1257; ξ. δή σοι Id.Aj.278, cf. E. Hipp.266 (anap.), Pl.Ti.72d, etc.
2 c. acc. rei, concede, agree to, grant, ταῦτα . . πάντες ἄρα συνέφασαν Id.Smp.177e, cf.Sph.247a, Prt. 330d, X.An.5.8.8, etc.: hence abs., σύμφημί (σοι) I grant you, Pl.R. 403c,608b; freq. in Platonic dialogue, σύμφαθι ἢ ἄπειπε = say yes or no, ib.523a, cf.Grg.500e; συνέφη Id.Phd.102d, al.
3 c. acc. et inf., agree that... S.OT553, Pl.Lg.831b, etc.; σ. τῷ νόμῳ ὅτι καλός, = σ. τὸν νόμον καλὸν εἶναι, Ep.Rom.7.16.
4 c. inf. fut., promise, X.HG5.2.5.

German (Pape)

[Seite 991] (s. φημί), mit od. zugleich sagen, beistimmen; Aesch. Prom. 40; Soph. Ai. 271 u. öfter; auch ξύμφημί σοι ταῦτ' ἔνδικ' εἰρῆσθαι, O. R. 553; ξυμφήσουσι σοφοί μοι, Eur. Hipp. 266; u. oft in Prosa, wie bei Plat, Gegensatz ξύμφαθι ἢ ἄπειπε, Rep. VII, 523 a; bestätigen, Xen. An. 5, 8, 8. 7, 2, 26; εὖ οἶδ' ὅτι συμφήσαιτ' ἂν ἅπαντες, Dem. 23, 146.

French (Bailly abrégé)

f. συμφήσω, ao. συνέφησα, ao.2 συνέφην;
parler avec ou comme qqn, d'où
1 être d'accord avec, τινι;
2 consentir à, reconnaître, accorder : τι qch ; τινι ὅτι ou avec une prop. inf. convenir avec qqn, accorder à qqn que;
3 promettre avec l'inf. fut..
Étymologie: σύν, φημί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-φημι Att. ook ξύμφημι [σύν, φημί] zie ook συναγορεύω met dat. van persoon instemmen (met), het eens zijn (met):; ξυμφήσουσι σοφοί μοι wijze mensen zullen het met me eens zijn Eur. Hipp. 266; ook met dat. en (acc. en) inf..; ξύμφημί σοι ταῦτ’ ἔνδικ’ εἰρῆσθαι ik ben het met je eens dat die woorden terecht zijn Soph. OT 553; σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός ik erken dat de wet goed is NT Rom. 7.16 met acc. van zaak erkennen, het eens zijn over, instemmen met: τοῦτο συνέφη dat beaamde hij Plat. Prot. 330d; ook met inf..; συνέφασαν καὶ ταῦτα ποιήσειν ze stemden ermee in ook dat te zullen doen Xen. Hell. 5.2.6; vaak abs.. συνέφη hij beaamde het Plat. Resp. 342d.

Russian (Dvoretsky)

σύμφημι: (fut. συμφήσω, aor. 1 συνέφησα, aor. 2 συνέφην)
1 быть согласным, соглашаться Aesch., Soph.: ξ. τινί Soph., Eur., Plat. соглашаться с кем-л.; σ. τι Xen., Plat. соглашаться с чем-л.; ξύμφαθι ἢ ἄπειπε Plat. признай (это) или отвергни, т. е. скажи, да или нет?; ξύμφημί σοι ταῦτ᾽ ἔνδικ᾽ εἰρῆσθαι Soph. признаю, что твои слова справедливы; ὁ δὲ συνέφη καὶ ταῦτα Xen. он подтвердил и это;
2 обещать: ξυνέφασαν καὶ ταῦτα ποιήσειν Xen. они обещали сделать и это.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφημι: μέλλ. -φήσω Πλάτ. Πρωτ. 357Β, κ. ἀλλ.· ἀόρ. α΄ συνέφησα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 342Ε, Σοφιστ. 236D, κ. ἀλλ.· ἀόρ. β΄ συνέφην συχν. παρὰ Πλάτ. Ἐπιδοκιμάζω, συναινῶ ἢ συμφωνῶ ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Πρ. 40, Σοφ. Φιλ. 1310, κτλ.· ξύμφημι κἀγὼ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1257· ξ. δή σοι ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 278, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 266, Πλάτ., κλπ. 2) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., παραχωρῶ, παραδέχομαι, συμφωνῶ εἴς τι, δέχομαί τι ὡς δεδομένον, ταῦτα... πάντες ἄρα ξυνέφασαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 177Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247Α, ἐν Πρωτ. 330D, Ξεν., κλπ.· ἐντεῦθεν ἀπολ., ξύμφημί σοι, συμφωνῶ μετὰ σοῦ, παραδέχομαι τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα, Πλάτ. Πολ. 403C. 608Β, καὶ συχν. ἐν τοῖς Πλατωνικοῖς διαλόγοις, ξύμφαθι ἢ ἄπειπε, εἰπὲ ναὶ ἢ οὐ, αὐτόθι 523Α, πρβλ. Γοργ. 500Ε· συνέφη ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 102D, κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ., συμφωνῶ ὅτι..., Σοφ. Ο. Τ. 553, Πλάτ. Νόμ. 831Β, κτλ.··οὕτω, σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 64Β· σ. τῷ νόμῳ ὅτι καλὸς = σ. τὸν νόμον καλὸν εἶναι Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ζ΄, 16. 4) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., ὑπισχνοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5.

English (Strong)

from σύν and φημί; to say jointly, i.e. assent to: consent unto.

English (Thayer)

(σύμφορος) σύμφορον (συμφέρω, which see), fit, suitable, useful; from (Hesiod, Theognis), Herodotus down; τό σύμφορον, advantage, profit: with a genitive of the person profited, L T Tr WH in Buttmann, § 127,19n.) (plural τό συμφορά, often in secular authors (from Sophocles down)).

Greek Monolingual

Α
1. παραδέχομαι, δέχομαι κάτι ως δεδομένο
2. απόλ.
συμφωνώ, επιδοκιμάζω
3. μτφ. (με απρμφ. μέλλ.) υπόσχομαι («ξυνέφασαν καὶ ταῦτα ποιήσειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φημί «λέω, δηλώνω, παραδέχομαι»].

Greek Monotonic

σύμφημι: μέλ. -φήσω, αόρ. αʹ συνέφησα, αόρ. βʹ συνέφην·
1. συναινώ, επιδοκιμάζω ή συμφωνώ πλήρως, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., παραχωρώ, παραδέχομαι, συμφωνώ με, θεωρώ κάτι ως δεδομένο, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., ξύμφημί σοι, συμφωνώ μαζί σου, θεωρώ δεδομένα, επιβεβαιώνω τα όσα λες, σε Πλάτ.· ξύμφαθι ἢ ἄπειπε, πες ναι ή όχι, στον ίδ.
3. με αιτ. και απαρ., συμφωνώ ότι..., σε Σοφ., Πλάτ.
4. με απαρ. μέλ., υπόσχομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -φήσω aor1 συνέφησα aor2 συνέφην
1. to assent, approve, or agree fully, Aesch., etc.
2. c. acc. rei, to concede, agree to, grant, Plat., Xen.; absol., ξύμφημί σοι I grant you, Plat.; ξύμφαθι ἢ ἄπειπε say yes or no, Plat.
3. c. acc. et inf. to agree that . ., Soph., Plat.
4. c. inf. fut. to promise, Xen.

Chinese

原文音譯:sÚmfhmi 沁-費米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-宣稱
字義溯源:連合聲明,應承認,同意;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)與(φημί)=說明)組成,其中 (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=顯示)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 我就應承認(1) 羅7:16

Translations

agree

Afrikaans: saamstem; Albanian: jam dakord; Arabic: وَافَقَ; Armenian: համաձայնել, համաձայնվել; Basque: ados egon, ados izan, bat etorri; Belarusian: згаджацца, згадзі́цца; Bulgarian: съответствам, хармонирам, съгласявам се; Burmese: သဘောတူ; Carpathian Rusyn: соглашатися, согласитися, годитися, погодитися; Catalan: acordar; Cebuano: uyon; Cherokee: ᎪᎯᏳᎲᏍᎦ; Chickasaw: ittibaachaffa; Chinese Cantonese: 同意; Mandarin: 同意; Cornish: unverhe; Czech: shodovat se, souhlasit; Danish: være enig; Dutch: overeenkomen, afspreken, instemmen, overeenstemmen, toestemmen, rijmen, het eens zijn met; Esperanto: akordi, jesi, samopinii; Finnish: olla yhtä mieltä, olla yksimielisiä, myötäillä; French: être d'accord, consentir; Galician: estar de acordo; Georgian: შეთანხმება, დათანხმება; German: zustimmen, einverstanden sein; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌹𐌸𐌰𐌽; Greek: συμφωνώ; Ancient Greek: ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ὁμογνωμονέω, ὁμολογεῖν, ὁμολογέω, ὁμονοέω, ὁμορροθεῖν, ὁμορροθέω, προσᾴδειν, συγγιγνώσκω, συμβαίνειν, συμπίπτειν, συμφάναι, συμφέρειν, συμφέρω, σύμφημι, συμφωνεῖν, συμφωνέω, συναγορεύειν, συναινεῖν, συνομολογεῖν, συνομολογέω, συντίθεσθαι, συντρέχειν; Hebrew: הִסְכִּים; Hiligaynon: uyon, paguyon; Hindi: सहमति; Hungarian: egyetért; Interlingua: concordar; Irish: aontaigh; Italian: essere d'accordo, concordare; Japanese: 同意する, 同じる, 一致する, 賛成する; Kazakh: біреумен келісу; Khmer: យល់ព្រម, ព្រម; Korean: 동의(同意)하다; Kurdish Northern Kurdish: li hev kirin; Latin: assentio, convenio, concordo, concino, audio; Lushootseed: ʔuʔəd; Macedonian: се согласува, се согласи; Malay: setuju, bersetuju; Mansaka: oyon; Maranao: ayon; Marathi: सहमत असणे; Mongolian: зөвшөөрөх; Norwegian: være enig; Occitan: acordar; Persian: موافق بودن; Polish: zgadzać się, zgodzić się, uzgadniać, uzgodnić; Portuguese: concordar, estar de acordo; Quechua: allipunakuy, añikuy; Romagnol: curdêr; Romanian: fi de acord, cădea de acord; Russian: соглашаться, согласиться, приходить к согласию, достигать соглашения; Sardinian: cuncordare; Scottish Gaelic: co-aontaich; Serbo-Croatian: сагласити се, saglasiti se; Shan: တူၵ်းလူင်း; Slovak: zhodovať sa, súhlasiť; Spanish: estar de acuerdo, coincidir, concordar, acordar; Swedish: hålla med, vara överens om; Tagalog: sumangayon; Tamil: ஒத்துக்கொள்; Thai: ตกลง; Turkish: katılmak; Ukrainian: погоджуватися, погодитися, згоджуватися, згодитися; Vietnamese: đồng ý; Welsh: cytuno, cyd-weld, cydsynio, cydgordio, cyd-fynd; Western Bukidnon Manobo: uyun; Yiddish: שטימען, מסכּים זײַן