συνεκκλύζω

English (LSJ)

wash out together, Arist.Col.795b6:—Pass., Id.GA727b16, Dsc.2.101.

German (Pape)

[Seite 1012] mit od. zugleich ausspülen, Arist. gen. an. 1, 19.

Russian (Dvoretsky)

συνεκκλύζω: одновременно вымывать, смывать, споласкивать (τι μετά τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλύζω: ἐκπλύνω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 12. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. Γεν. Ζ. 1. 19, 20.

Greek Monolingual

Α
ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ' ἑαυτοῦ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»].