συνεκφώνηση

Greek Monolingual

η / συνεκφώνησις, -ήσεως, ΝΜΑ συνεκφωνῶ
ταυτόχρονη εκφώνηση, συνεκφορά (α. «συνεκφώνηση φθόγγων» β. «ἂν γὰρ προαναφώνησίν τις εἴπῃ καὶ συνεκφώνησιν αἰτιάσηται», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
γραμμ. η συνίζηση.