συνεξεγείρω: одновременно возбуждать: συνεξεγερθέντες διὰ τὴν σφετέραν βλάβην Polyb. раздраженные причиненным им ущербом.
(ἐγείρω), mit oder zugleich aufwecken, ermuntern, aufregen, συνεξεγερθέντες διὰ τὴν σφετέραν βλάβην, Pol. 4.47.3.